- διβιζιονισμός
- και ντιβιζιονισμός, οσχολή ζωγραφικής κατά την οποία οι τεχνίτες πετυχαίνουν τους διάφορους τόνους παραθέτοντας τα χρώματα σε παράλληλες λωρίδες σύμφωνα με τις αποχρώσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελλ. ξεν. όρουπρβλ. γαλλ. divisionnisme].
Dictionary of Greek. 2013.